- αμπελοτόπι
- τοο αμπελότοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελοτόπιον < ἄμπελος + τόπιον < τόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπελότοπος — αμπελότοπος, ο και αμπελοτόπι, το τόπος κατάλληλος για φύτεμα αμπελιών: Οι καλύτεροι αμπελότοποι υπάρχουν στην Κρήτη και την Πελοπόννησο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)